- παραπνέοντας
- παραπνέωblow besidepres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)παραπνέωblow besidepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπνέω — ΜΑ μσν. πνέω δίπλα ή κοντά σε κάποιον («ὁ Ἀπηλιώτης ἔχει παραπνέοντας αὐτὸν τὸν Εὖρον καὶ τὸν Καικίαν», Γεωπ.) αρχ. 1. (για τους ανέμους που περιορίστηκαν από τον Αίολο) ξεφεύγω από τα πλάγια 2. δέχομαι αέρα, εισπνέω 3. έχω ή αναδίδω ελαφρά οσμή… … Dictionary of Greek